ἐνορύσσω
English (LSJ)
A dig,plpf.Pass. ἐνωρώρυκτο, κολυμβήθρα Philostr.VA2.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορύσσω: σκάπτω ἐντός τινος, τὸ δὲ βαλανεῖον παράδεισος ἦν, ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Φιλόστρ. 79.
A dig,plpf.Pass. ἐνωρώρυκτο, κολυμβήθρα Philostr.VA2.27.
ἐνορύσσω: σκάπτω ἐντός τινος, τὸ δὲ βαλανεῖον παράδεισος ἦν, ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Φιλόστρ. 79.