τό, Dim. of μύαξ, Aët. 12.55, Gloss.
[Seite 213] τό, dim. von μύαξ, Hesych. v. ὄστρεον.
μυάκιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ μύαξ, ὡς τὸ χήμη, καὶ Λατιν. concha, μέτρον τι, ἴδε Δουκάγγ.