χήμη

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήμη Medium diacritics: χήμη Low diacritics: χήμη Capitals: ΧΗΜΗ
Transliteration A: chḗmē Transliteration B: chēmē Transliteration C: chimi Beta Code: xh/mh

English (LSJ)

ἡ, (χάσκω)
A yawning, gaping, Hsch.
II clam, Philyll. 13, Arist.HA547b13, Ael.NA15.12; χ. τραχεῖαι, λεῖαι, PCair.Zen. 82.12 (iii B. C.), cf. Xenocr.Aq.31.
2 measure, Hp.Mul.1.75, 78: there were larger and smaller kinds, Cleopatra ap.Gal.19.769.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, 1) das Gähnen, Maulaufsperren. – Dah. die Gienmuschel, mit zwei klaffenden Schaalen, chama, Arist. H. A. 5, 15 Ael. H. A. 15, 12 u. A. – 2) ein Maaß von drei, u. ein kleineres von zwei Drachmen, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 387.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
came, sorte de coquillage.
Étymologie: χαίνω.

Russian (Dvoretsky)

χήμη:сердцевик (моллюск) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χήμη: ἡ, (√ΧΑ, χάσκω) τὸ χαίνειν, χάσκειν· χάσμη, «χήμη· χηραμίς. ☥λεία» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης οὕτως ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) μέτρον ἔχον περίπου τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. κόγχη), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται
2. δίθυρο μαλάκιο
3. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη- του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. -μη, πρβλ. κώ-μη, ῥύ-μη (για τη σχέση της λ. με το ρ. χαίνω, πρβλ. το ερμήνευμα του Ησύχ. χήμη
χάσμη, χηραμὶς λεία)].

Frisk Etymology German

χήμη: {khḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Gienmuschel (Philyll., Arist., hell. Pap. u.a.), auch als Maß gebraucht (Hp.); = χάσμη, χηραμὶς λεία H. (zu χηραμὶς λεία glatte Muschelart Olsson Symb. Oslo. 4, 63).
Derivative: Davon das Demin. χημίον n. (Mediz.) und χήμωσις f. (: *χημόομαι) Bez. einer Augenkrankheit (Mediz.).
Etymology: Wie χάσμη Verbalnomen zu χάσκω mit derselben Hochstufe wie in aksl. zějǫχαίνω’, wozu noch mit erhaltenem Langdiphthong aind. vi-hāy-a- m. Luftraum; s. χάσκω m. Weiterem. Hierher wahrscheinlich noch χηλή, χηλός, χηραμός; s. dd. Vgl. noch Specht KZ 68, 127 (zu bulg. zĕ́pam den Mund aufsperren usw. mit altem Wechsel m ~ p [?]).
Page 2,1094