μηχάνησις

Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

Dor. μᾱχάνᾱσις Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ:—

   A = μηχανή, Hp.Art.72, Dexipp. 12 J.; μ. σιτοποιική Plb.1.22.7.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, das Anwenden einer Maschine, die Maschine selbst, σιτοποιική, Pol. 1, 22, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνησις: ἡ, ἡ χρῆσις μηχανῆς, λατ. machinatio· ὡσαύτως = μηχανή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. μαχάνασις, Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.