ἔποικτος
English (LSJ)
ον, =
A piteous, φόνυς ib.1614.
German (Pape)
[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.
ον, =
A piteous, φόνυς ib.1614.
[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.
ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.