ἔποικτος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποικτος Medium diacritics: ἔποικτος Low diacritics: έποικτος Capitals: ΕΠΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: époiktos Transliteration B: epoiktos Transliteration C: epoiktos Beta Code: e)/poiktos

English (LSJ)

ἔποικτον, = piteous, φόνυς ib.1614.

German (Pape)

[Seite 1007] beklagenswert, φόνος Aesch. Ag. 1597.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐποίκτιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἔποικτος: Aesch. = ἐποίκτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.

Greek Monolingual

ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἔποικτος: -ον, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἔπ-οικτος, ον
piteous, Aesch.