[Seite 122] unvermittelt, Synes.
ἀμεσίτευτος: -ον, ὁ ἄνευ μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.