ἀμεσίτευτος

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

German (Pape)

[Seite 122] unvermittelt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεσίτευτος: -ον, ὁ ἄνευ μεσίτου, ἢ μεσιτείας, Συνέσ. σ. 116. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.

Spanish (DGE)

-ον
lit. crist.
1 directo, inmediato, sin intermediario ἐναντίωσις Gr.Nyss.Perf.180.10, τὴν ... ἀμεσίτευτον ... πρόοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ Πατρός Isid.Pel.M.78.1224A.
2 adv. -ως directamente, sin solución de continuidad de la unión del Padre y el Hijo en la Trinidad πεπιστεύκαμεν ... ἀ. αὐτοὺς ... ἀλλήλοις ἐπισυνῆφθαι Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀμεσίτευτος, -ον) μεσιτεύω
(για συμβάσεις ή συμφωνίες) ο δίχως μεσίτη ή μεσιτεία, αυτός που γίνεται δίχως να παρεμβληθούν μεσάζοντες.