[δᾰ], ον,
A = ἀπύθμενος, S.Fr.611.
[Seite 341] (πύνδαξ), ohne Grund u. Boden, Soph. frg. 541, ἀπυνδ. οὐ τραπεζοῦται κύλιξ, sprichwörtlich geworden.
ἀπυνδάκωτος: [ᾰ], -ον, = ἀπύθμενος, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 541).