ἀπύθμενος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπύθμενος Medium diacritics: ἀπύθμενος Low diacritics: απύθμενος Capitals: ΑΠΥΘΜΕΝΟΣ
Transliteration A: apýthmenos Transliteration B: apythmenos Transliteration C: apythmenos Beta Code: a)pu/qmenos

English (LSJ)

ἀπύθμενον, without bottom or without base, κύλιξ Thphr.Fr.94; φιάλη Parth. ap. Ath.11.501a, cf. Dsc.Eup.1.235; γῆ ἀπύθμενον θεώρημα Secund.Sent.14:—also ἀπυθμένιστος, ον, Eust.870.28: ἀπύθμην, ενος, ὁ, ἡ, Theognost.Can.86.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene pie o base κύλιξ Thphr.Fr.94, Poll.10.79, φιάλη Parthenius en Ath.501a, σωλήν Dsc.Eup.1.235, σικύα Gal.19.137.
• Diccionario Micénico: a-pe-te-me-ne (?).

German (Pape)

[Seite 341] (πυθμήν), ohne Wurzel, ohne Boden, φιάλη Ath. XI, 501 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπύθμενος: -ον, ὁ ἄνευ πυθμένος ἢ βάσεως, Παρθένιος δὲ ὁ τοῦ Διονυσίου ἀμφίθετον ἀκούει τὴν ἀπύθμενον φιάλην Ἀθήν, 501Α: -ἀπυθμένιστος, ον, Εὐστ. 870. 28: - ἀπύθμην, ενος, Θεογνώστ. Καν. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπύθμενος, -ον)
ο χωρίς πυθμένα
νεοελλ.
1. ο υπερβολικά βαθύςαπύθμενος ωκεανός»)
2. φρ. «απύθμενη βλακεία»
ειρων. απέραντη, πρωτοφανής βλακεία.