ἀπύθμενος
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἀπύθμενον, without bottom or without base, κύλιξ Thphr.Fr.94; φιάλη Parth. ap. Ath.11.501a, cf. Dsc.Eup.1.235; γῆ ἀπύθμενον θεώρημα Secund.Sent.14:—also ἀπυθμένιστος, ον, Eust.870.28: ἀπύθμην, ενος, ὁ, ἡ, Theognost.Can.86.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene pie o base κύλιξ Thphr.Fr.94, Poll.10.79, φιάλη Parthenius en Ath.501a, σωλήν Dsc.Eup.1.235, σικύα Gal.19.137.
• Diccionario Micénico: a-pe-te-me-ne (?).
German (Pape)
[Seite 341] (πυθμήν), ohne Wurzel, ohne Boden, φιάλη Ath. XI, 501 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύθμενος: -ον, ὁ ἄνευ πυθμένος ἢ βάσεως, Παρθένιος δὲ ὁ τοῦ Διονυσίου ἀμφίθετον ἀκούει τὴν ἀπύθμενον φιάλην Ἀθήν, 501Α: -ἀπυθμένιστος, ον, Εὐστ. 870. 28: - ἀπύθμην, ενος, Θεογνώστ. Καν. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπύθμενος, -ον)
ο χωρίς πυθμένα
νεοελλ.
1. ο υπερβολικά βαθύς («απύθμενος ωκεανός»)
2. φρ. «απύθμενη βλακεία»
ειρων. απέραντη, πρωτοφανής βλακεία.