πύνδαξ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, (cf. πυθμήν)
A bottom of a jar, cup, or other vessel, τὸν πύνδακα εἰσκρούειν knock in the bottom so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, Pherecr.105; μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν prob. in Thphr. Char.30.11 (ἐκκεκρ- codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. Ar.Fr.270 codd. Poll.), cf. Arist.Pr.938a13; bottom of a ship, Mim.Oxy.413.103.
II = λαβή, sword-hilt, S.Fr. 311.
German (Pape)
[Seite 818] ακος, ὁ, der Grund od. Boden eines Gefäßes; Ar. u. Phereer. bei Poll. 10, 79; Theophr. char. 30; auch Griff des Schwertes, Soph. frg. 291.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
fond d'un vase.
Étymologie: cf. πυθμήν, lat. fundus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύνδαξ -ακος, ὁ [~ πυθμήν?] bodem.
Russian (Dvoretsky)
πύνδαξ: ᾰκος ὁ
1 дно (сосуда) Arph.;
2 крышка (ἀμφορέως Arst.);
3 рукоять (меча) Soph.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος
2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου
3. επικάλυμμα αμφορέα
4. λαβή ξίφους
5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα»
(για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω έτσι τη χωρητικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύνδαξ, με επίθημα -ακ-ς (πρβλ. κάμαξ, πίναξ), ανάγεται στην ίδια ΙΕ ρίζα bhudh- «έδαφος, πάτωμα» στην οποία ανάγεται και η συνώνυμη της πυθμήν. Ο τ. πύ-ν-δ-αξ έχει σχηματιστεί με μετάθεση του έρρινου επιθήματος της ρίζας μέσα στο θέμα της λ. (bhudh-n- > bund(h)-), πρβλ. και λατ. fundus «θεμέλιο», πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού». Η παρουσία μέσου ηχηρού συμφώνου -δ- στο θέμα της λ. αντί του ηχηρού δασέως -dh της ρίζας αποδίδεται στο έρρινο σύμφωνο που προηγείται (πρβλ. θάμβος, θρόμβος), ενώ η εμφάνιση ψιλού αρκτικού συμφώνου π- αντί του αναμενόμενου δασέως φ- (πρβλ. και ἀ-τέμ-βω) οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του συνωνύμου πυθμήν. Κατ' άλλους η λ. πύνδαξ είναι δάνειο από την Γερμανική μέσω της μακεδονικής διαλέκτου, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για λ. μακεδονικής προέλευσης (πρβλ. το μακεδονικό τοπωνύμιο Πύδνα). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για πελασγικό δάνειο (βλ. και λ. πυθμένας)].
Greek Monotonic
πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμήν), πάτος αγγείου, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα εἰσκρούω, κρούω πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα αὐτοῦ μικροτέραν, τέχνασμα τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ πυθμήν. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπυνδάκωτος, Φώτ.
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: bottom of a vessel (Pherecr., Arist. a.o.), metaph. = hilt of a sword (S. Fr. 311).
Other forms: ἀπυνδάκωτος ἀπύθμενος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κάμαξ, πίναξ, στύραξ etc. etc.; further reminding of Lat. fundus with the same meaning and so close to πυθμήν (s.v.). Inlaut. -νδ- for -νθ- cannot be explained as -μβ- in ὄμβρος (Schwyzer 333; see s.v.); on π- for φ- "sind mehrere Auswege versucht": reshaping after πυθμήν (Curtius a. o.); Germ.-Maced. LW [loanword] (Kretschmer Glotta 22, 115ff.; cf. on πύργος); Maced. LW [loanword] (Pisani Rev. int. ét. balk. 3,18ff.); all unconvincing. Further on πύνδαξ a. cogn. Mayer Glotta 32, 73f. (here with Porzig WuS 15, 129, Kretschmer a.o. also the Pl N Πύδνα, but this is no doubt Pre-Greek). -- The suffix -ακ- is typical for Pre-Greek; of course, the suffix may have been taken from the Pre-Greekwords, but this seems very rare. Furnée does not discuss it. Was the IE form adopted in Pre-Greek? In that case the -νδ- and the π- would be no problem.
Middle Liddell
πύνδαξ, ακος, [cf. πυθμήν
the bottom of a vessel, Theophr.
Frisk Etymology German
πύνδαξ: -ακος
{púndaks}
Grammar: m.
Meaning: Boden eines Gefäßes (Pherekr., Arist. u.a.), übertr. = Knauf des Schwertes (S. Fr. 311).
Etymology: Bildung wie κάμαξ, πίναξ, στύραξ usw. usw.; sonst an das gleichbedeutende lat. fundus erinnernd und sich damit auch an πυθμήν (s.d.) anschließend. Inlaut. -νδ- für -νθ- läßt sich wie -μβ- in ὄμβρος u.a. (Schwyzer 333) erklären; zu π- für φ- sind mehrere Auswege versucht: Umbildung nach πυθμήν (Curtius u. a.); germ.-maked. LW (Kretschmer Glotta 22, 115ff.; vgl. zu πύργος); maked. LW (Pisani Rev. int. ét. balk. 3,18ff.); pelasgisch (Carnoy Ant. class. 24, 22). Weiteres zu πύνδαξ u. Verw. Mayer Glotta 32, 73f. (hierher mit Porzig WuS 15, 129, Kretschmer a. O. auch der O N Πύδνα).
Page 2,624-625
Translations
Afrikaans: onderkant; Albanian: fund; Arabic: قَاع, قَعْر; Armenian: տակ, հիմք, ներքև, հատակ; Aromanian: fundu, afundu; Azerbaijani: dib, alt; Belarusian: дно, ніз; Bulgarian: дъно; Catalan: fons; Chechen: бух; Chinese Mandarin: 底部, 底端, 底; Cornish: goles; Czech: dno, spodek; Danish: bund; Dutch: onderkant, bodem; Esperanto: fundo, malsupro; Evenki: хэрэ; Finnish: pohja, alapää; French: fond, bas, dessous; Friulian: font, fonz; Galician: fondo; Georgian: ძირი; German: Boden, Grund, Unterseite; Gothic: *𐌲𐍂𐌿𐌽𐌳𐌿𐍃; Greek: πάτος, πυθμένας; Ancient Greek: πυθμήν, πύνδαξ; Haitian Creole: anba; Hebrew: תחתית; Hungarian: alj, fenék; Icelandic: botn; Ingush: бух; Italian: fondo, parte inferiore; Japanese: 底, 下部; Komi-Permyak: пыдӧс; Korean: 밑, 바닥, 바탕; Kurdish Northern Kurdish: bin, jêr; Ladin: fond; Latgalian: zamoška, zemīne; Latin: fundus, solum; Latvian: apakša; Macedonian: дно; Maori: raro, takere, whakatakere, tou, tangere; Mongolian: доод хэсэг, ёроол; Nanai: пэрэл; Ngazidja Comorian: trako; Old Prussian: dubnas; Ossetian: бын; Persian: ته; Plautdietsch: Grunt; Polish: dno; Portuguese: fundo; Romanian: fund; Russian: дно, низ, нижняя часть; Sardinian: fundhu, fundu, funnu; Serbo-Croatian Cyrillic: дно; Roman: dno; Sicilian: funnu; Slovak: spodok; Slovene: dno; Spanish: fondo; Swedish: botten; Thai: กก, ก้น, โคน; Turkish: alt, dip; Udmurt: пыдэс; Ukrainian: дно, низ; Venetian: fondo; Vietnamese: đáy; Walloon: fond, dizo; Welsh: gwaelod; Zazaki: bin, cêr