συσκεπτέον

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must consider, μετά τινος Pl.Sph.218b.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συσκοπέω, δεῖ συσκοπεῖν, κοινῇ μετ’ ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Πλάτ. Σοφ. 218Β.