ἑλκωτικός

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph.,

   A exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.

German (Pape)

[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.