δριμύτης
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A acridness of humours, Hp.VM18 (pl.); pungency of taste, etc., Anaxipp.1.46, Alex.Aphr.Pr.2.70: pl., Arched. 2.7, Thphr. CP 1.16.9; itches, Agatharch.58; of smoke, Plb.21.28.16.
II metaph., keenness, eagerness, Pl.Plt. 311a; δριμύτης πρὸς τὰ μαθήματα Id.R.535b; keenness of wit or satire, Plu.2.48a, Luc.Alex. 4; πανουργία καὶ δριμύτης ib.483f; ποικιλία καὶ δριμύτης Arr.Epict.2.23.40; bitterness in controversy, Phld.Ir.p.22 W.
2 especially in Lit. Crit., use of striking words and turns of phrase, Id.Piet.15, Hermog.Id.2.5, Inv.3.13, Aristid.Rh.2pp.513,524S.
3 fierceness, grimness, τοῦ προσώπου App.BC1.70.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I acritud, acerbidad, acidez χυμῶν Hp.VM 18, Mnesith.Ath.45.8, Plu.2.132e, 524c, Steph.in Hp.Progn.206.27, de alimentos, Anaxipp.1.46, Alex.Aphr.Pr.2.70, Arched.2.7, de plantas, Arist.Pr.923b35, Thphr.CP 1.16.9, HP 1.12.2, del humo y olores, Arist.Pr.926b18, Agatharch.58, Plb.21.28.16, Vit.Aesop.G 28.
II fig.
1 acritud, aspereza en una controversia, Phld.Ir.5.24, τοῦ προσώπου App.BC 1.70, de la acritud del Logos divino, Clem.Al.Paed.1.11.96, c. un doble sent. οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες πικροὶ ... ὄντες ἑλκωτικὴν δριμύτητα ... ἔχουσι Plu.2.854c.
2 agudeza, perspicacia, astucia ref. pers. δριμύτης πρὸς τὰ μαθήματα Pl.R.535b, δ. καί τις ἰταμότης Pl.Plt.311a, πανουργία καὶ δ. Plu.2.483f, προσοχῆς καὶ δριμύτητος ... δόξα fama de espíritu atento y perspicaz Plu.2.48a, δριμύτητι πάμπολυ τῶν ἄλλων διέφερεν Luc.Alex.4, ἡ Ἀττικὴ δ. τῶν σκωμμάτων Luc.Prom.Es.2, cf. M.Ant.5.5, Attic.9.10
•en ret. y crítica lit. sutileza dialéctica, Polystr.Contempt.20.10, Phld.Piet.p.120S., Hermog.Id.2.5 (p.339), Aristid.Rh.513, Arr.Epict.2.23.40, Aristid.Quint.73.21.
German (Pape)
[Seite 667] ητος, ἡ, die Scharfe, vom Geschmacke; Archedic. Ath. VII, 292 f; Theophr.; Plut. Camill. 29; vom Rauche, Pol. 22, 11, 20. – Übertr., σκωμμάτων, beißender Spott, Luc. Prom. 2; Heftigkeit, Plat. Polit. 311 a; vom Geiste, Schärfe der Urteilskraft, Scharfsinn, πρὸς τὰ μαθήματα Rep. VII, 535 b; Schlauheit, Verschmitztheit, Luc. Alex. 4; καὶ πανουργία Plut. Bei den Rhett. = Strenge u. Scharfe in der Behandlung eines rhetorischen Stoffes.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
âcreté, saveur ou odeur aigre ou piquante ; fig. âpreté ou force (de la volonté, etc.) ; mordant d'une raillerie ; en parl. de l'intelligence pénétration, finesse ; en mauv. part esprit de ruse.
Étymologie: δριμύς.
Russian (Dvoretsky)
δρῑμύτης: ητος ἡ
1 острота, едкость (τοῦ καπνοῦ Polyb.; ἰχῶρος Diod.; перен. σκωμμάτων Luc.);
2 тонкий подход, проницательность (πρὸς τὰ μαθήματα Plat.);
3 хитрость, ловкость (δ. καὶ πανουργία Plut.);
4 пылкость, рвение (προσοχὴ καὶ δ. Plut.).
Greek Monolingual
η (AM δριμύτης)
1. οξύτητα γευστικών ουσιών
2. ορμητικότητα, σφοδρότητα
3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα
μσν.
ένταση
αρχ.
1. δολιότητα, πανουργία
2. ευφυΐα, οξύνοια
3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα
4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών, κτυπητών λέξεων και φράσεων.
Greek (Liddell-Scott)
δρῑμύτης: -ητος, ἡ, ὀξύτης, αὐστηρότης τῶν χυμῶν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· ὀξύτης γεύσεως, κτλ., Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 46· καὶ κατὰ πληθ., Ἀρχέδικ. Θησ. 1. 7· ἐπὶ καπνοῦ, Πολύβ. 22. 11, 20. ΙΙ. μεταφ., ὀξύτης, σφοδρότης, ὀξύνοια, πανουργία, Πλάτ. Πολιτ. 311Α· δρ. πρὸς τὰ μαθήματα ὁ αὐτ. Πολ. 535Β, Λουκ. Ἀλεξ. 4.
Greek Monotonic
δρῑμύτης: -ητος, ἡ, οξύτητα, μεταφ., αιχμηρότητα, σφοδρότητα, οξύνοια, πανουργία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δρῑμύτης, ητος, [from δρῑμύς] n
pungency: metaph. keenness, vehemence, Plat.