ἀλγινόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A painful, grievous, Hes.Th.214,226, Mimn.11, Xenoph.2.4, A.R.4.64 : in pass. sense, κρόταφος, τένων, Q.S.11.45,57.
German (Pape)
[Seite 90] εσσα, εν, schmerzlich, ὀϊζύς Hes. Th. 214; πόνος 226, d. i. mühevoll; νόσος Anyt. 20 (VII, 282); sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγῐνόεις: εσσα, εν, (ἄλγος) ὀδυνηρός, θλιβερός, Ἡσ. Θ. 214, 226, Μίμνερμ. 11, Ξενοφάν. 2, 4.