ἁρμελάτης
English (LSJ)
[λᾰ], ου, ὁ, = foreg., Orac. ap. Eun.Hist.p.229D. 2 name of a bandage, Gal.12.497 Chart.
German (Pape)
[Seite 355] ὁ, Wagenlenker, Welcker syll. ep. 212.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμελάτης: -ου, ὁ, = ἁρματηλάτης, Welcker Συλλ. Ἐπιγρ. 212· ὡσαύτως, ἁρμελᾰτήρ, ῆρος, ὁ, Ἐπῖγράμμ. Ἑλλ. 618. 1.