ἡ, Sicil. for σκάφος (A),
A trench, pit, IG14.352 i 64 (Halaesa).
[Seite 890] sicil. = σκάφος, der Graben, Inscr.
σκᾰφιά: ἡ, Σικελ. ἀντὶ σκάφος, τάφρος, χαράδρα, βόθρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594.