βόθρος

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόθρος Medium diacritics: βόθρος Low diacritics: βόθρος Capitals: ΒΟΘΡΟΣ
Transliteration A: bóthros Transliteration B: bothros Transliteration C: vothros Beta Code: bo/qros

English (LSJ)

ὁ, hole, trench, or pit dug in the ground, βόθρον ὀρύξαι Od. 10.517; βόθρου τ' ἐξέστρεψε [τὴν ἐλαίαν] Il.17.58; trough, Od.6.92: generally, hollow, X.An.4.5.6; grave, IG14.238 (Aerae); ritual pit for offerings to ὑποχθόνιοι θεοί, β. καὶ μέγαρα Porph.Antr.6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I 1hoyo, agujero excavado en tierra por el hombre μυχοὺς καὶ βόθρους καὶ ἄντρα Pherecyd.Syr.B 6, ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται LXX Ec.10.8, cf. Ps.7.16, 56.7, Dsc.5.98, Philostr.VA 2.11, D.Chr.74.22, para hacer fuego h.Merc.112, Hp.Mul.2.133, Nat.Mul.109a, en la nieve por efecto del fuego, X.An.4.5.6
del foso que contenía el fuego donde Ixión arrojó a Eioneo, A.Fr.89.17, cf. Luc.Peregr.26
esp. clota en que se planta un árbol o planta βόθρου τ' ἐξέστρεψε (ἐλαίην) Il.17.58, cf. Q.S.6.380, β. τῷ φυτῷ X.Oec.19.7, cf. Nonn.D.17.84
hoyo, foso como trampa para anim., Opp.H.3.393, D.P.Au.3.13, Ach.Tat.4.3.3, o como guarida, Opp.H.3.122, cf. 5.597.
2 hendidura natural de la tierra, de la veta de un metal venero Lyc.484
cráter Philostr.VA 3.14.
3 artesa, pila, aunque quizá simpl. poza de un río donde se pisan los vestidos para lavarlos Od.6.92, Nonn.D.3.90.
4 plu. agujeros de un cedazo, Dsc.5.103.
II usos cultuales o religiosos
1 fosa sacrificial para sacrificios a los muertos o dioses subterráneos βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον Od.10.517, cf. 11.25, 42, A.R.3.1032, 1034, Luc.Astr.24, Cont.22.13, 19, Philops.14, Nec.9, Hld.6.14.3, Philostr.Her.68.12, VA 4.16, ψυχαῖσι θερμὸν αἷμα προσράνας βόθρῳ Lyc.684, cf. Philostr.Her.57.5, βόθρους δ' ἐπὴν ἐσέλθῃ αἷμα μέλαν en un sacrificio a Hades y Perséfone, Orác. en ISestos.11.25 (Calípolis II d.C.), ὑποχθονίοις δὲ (sc. θεοῖς) βόθρους καὶ μέγαρα (ἱδρύσαντο) Porph.Antr.6, cf. Philostr.VA 6.11
frec. εἰς βόθρον en o sobre la fosa del sacrificio τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα ἐς βόθρον Od.11.36, (ὁ ἱερεὺς) δρᾶ δὲ καὶ ἄλλα ἀπόρρητα ἐς βόθρους τέσσαρας Paus.2.12.1, κριὸν θύουσιν ἐς βόθρον Paus.9.39.6, cf. Hld.6.14.3.
2 fosa o foso, gran cavidad subterránea donde ciertos bárbaros se encierran en señal de duelo βόθρους ... πενθητηρίους Io Trag.54, cf. Plu.2.113a
frec. en A.T. la fosa morada subterránea en que habitan los hombres pasados οἱ καταβαίνοντες εἰς βόθρον LXX Ez.26.20, 31.14
tumba, IG 14.238 (Acras, crist.).
3 fig. sima, abismo βόθρος βαθὺς στόμα παρανόμου sima profunda es la boca del impío LXX Pr.22.14, θανάτου Ep.Barn.11.3a, ὁ τῆς παρανομίας β. Ath.Al.M.26.1129B, βόθρον ... διαβολικόν, τὴν πλεονεξίαν Cyr.Al.M.72.733A, πορνείας Cyr.Al.M.77.1089A.
III medic. llaga producida por un sabañón, Paul.Aeg.3.79.2. Forma át. frente a βόθυνος en koiné Moer.97.
• Etimología: Tradicionalmente rel. c. lat. fodiō, lituan. bedùpinchar’, ‘ahondar’ pero en vez de *bhodh- habría que postular *bodh- c. β inicial por analogía c. βαθύς. Otra hipótesis lo rel. c. βαθύς q.u., c. la r. en forma *gobh-ro-s c. disim. de oclusivas. De aquí tb. βόθυνος c. otro suf.

German (Pape)

[Seite 452] ὁ (vgl. βάθος), die Grube, Od. 6, 92. 10, 517. 11, 25. 36. 42. 95 Iliad. 17, 58; übh. Vertiefung, z. B. im Schnee, der vom Feuer geschmolzen, Xen. An. 4, 5, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 trou naturel ou creusé dans le sol;
2 trou dans la neige sous l'action du feu;
NT: puits, citerne.
Étymologie: Βαθ, être profond ; cf. βάθος, βαθύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόθρος -ου, ὁ βαθύς ?] kuil, hol.

Russian (Dvoretsky)

βόθρος:яма, углубление Hom., Xen., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: hole, trench, pit (dug in the ground) (Il.; on the meaning s. Hutchinson JHSt. 55, 1ff.; also as sports term, s. Jüthner WienStud. 53, 68ff.).
Derivatives: βοθρίον (Alciphr.) also small ulcer (Hp.). - Also (cf. Schwyzer 481) βόθυνος m. (Cratin.; cf. αἰσχρός: αἰσχύνομαι, Chantr. Form. 208).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: βόθρος and βόθυνος have been connected with Lith. bedù sting, dig, Lat. fodio dig, fossa, Welsh bedd canal. One assumes a dissimilated PIE *bodh-, or influence of βαθύς (but Alkiphr. 3, 13 ἐμβαθύνας βόθρια may be a later association). - H. Petersson, Heteroklisie 128ff., assumes a labiovelar and connects γυθίσσων διορύσσων H. and further βαθύς etc. (s. βυθός); improbable. - The IE connection is impossible, and the formation (nominal -υν-, s. Beekes, Pre-Greek) is also suspect; the meaning too makes a Pre-Gr. word probable.

English (Autenrieth)

hole in the ground; for planting trees, for sacrificial blood, Od. 11.25; of a natural trough for washing clothes, Od. 6.92.

Greek Monolingual

ο (AM βόθρος)
νεοελλ.
βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες
αρχ.-μσν.
λάκκος, όρυγμα στο έδαφος
αρχ.
κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα - ro-), αποτελεί λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Προβληματικός θεωρείται ο συσχετισμός του με μία ομάδα λέξεων δηλωτικών της έννοιας «σκάβω» (πρβλ. λατ. fodio «σκάβω», fossa «τάφρος, χαντάκι», λιθ. bedů «σκάβω, σκαλίζω», bẽdre «λάκκος»), γεγονός που προϋποθέτει είτε την αναγωγή του βόθρος σε ινδοευρ. ρίζα bodh- (ανομοιωτικά από ινδοευρ. και ήδη προελληνικό bhodh- < bhedh- «σκάβω, σκαλίζω») είτε ότι το αρχικό β- οφείλεται σε αναλογική επίδραση του βαθύς. Υποστηρίζεται ακόμη ότι η λ. άρχιζε με χειλοϋπερωικό φθόγγο (g-w) και ότι συνδέεται με το γυθίσσων- διορύσσων (Ησύχ.), περαιτέρω δε και με το βαθύς. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη προήλθε με ανομοίωση < βόφρος < gwobh- ro- s < gwebh- (πρβλ. βαθύς, βάπτω).
ΠΑΡ. βόθριο, -ίο (-ίον)
αρχ.
βοθρώ (-έω), βοθρώ (-όω)
μσν.
βοθρεύω, βοθριάζω
νεοελλ.
βοθρί.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοθροειδής έμβοθρος
νεοελλ.
βόθρωψ, καταβόθρα].

Greek Monotonic

βόθρος: ὁ, κάθε τρύπα ή λάκκος σκαμμένος στο έδαφος, Λατ. puteus, σε Όμηρ.· μια φυσική σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων, σε Ομήρ. Οδ.· μια τρύπα, όπως αυτή που σχηματίζεται στο χιόνι από την τήξη του μέσω της φωτιάς, σε Ξεν. (πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το βαθύς· πρβλ. επίσης Λατ. fod-io).

Greek (Liddell-Scott)

βόθρος: ὁ, λάκκος, ὄρυγμα ἐντὸς τοῦ ἐδάφους, Λατ. puteus, βόθρον ὀρύξαι Ὀδ. Κ. 517 · τὸ ὄρυγμα ἐν ᾧ τὸ δένδρον εἶναι πεφυτευμένον, βόθρου τ’ ἐξέστρεψε [τήν ἐλαίαν] Ἰλ. Ρ. 58 · φυσικὸς πλυνὸς πρὸς πλύσιν ἐνδυμάτων, Ὀδ. Ζ. 92 (πλυνοί αὐτόθι 86) · ― κοίλωμα τῆς χιόνος τηκομένης ὑπὸ πυρός, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6. Πρβλ. Dissen Πινδ. Ν. 5. 15. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ βαθύς, ὃ ἴδε · πρβλ. ὡσαύτως τὸ Λατ. fod-io).

Middle Liddell

[Prob. from the same Root as βαθύς: cp. also Lat. fodio.]
any hole or pit dug in the ground, Lat. puteus, Hom.: a natural trough for washing clothes in, Od.:— a hole, such as a fire makes in the snow, Xen.

Frisk Etymology German

βόθρος: {bóthros}
Grammar: m.
Meaning: Loch, Grube, Graben, Vertiefung (seit Il.; zur Bedeutung s. Hutchinson JHSt. 55, 1ff.; auch als Sportterminus, s. Jüthner WienStud. 53, 68ff.).
Derivative: Deminutivum βοθρίον (Alkiphr., Gp.), auch kleines Eitergeschwür (Hp.). Denominative Verba, vereinzelt belegt: βοθρέω (Nonn.), βοθρεύω (Gp.), βοθρόω (Gal. u. a.), βοθρίζω (Heliod. ap. Orib.) eine Grube graben. — Neben βόθρος steht in derselben Bedeutung und mit demselben Stammwechsel wie z. B. in αἰσχρός: αἰσχύνομαι (vgl. auch Schwyzer 481, Chantraine Formation 208) βόθυνος m. (Kratin., X., Arist. u. a.); Deminutiv βοθύνιον (Zos. Alch.), Nom. ag. βοθυνωτής Grabenzieher (Aq.).
Etymology: βόθρος und βόθυνος sind kaum von einer weitverzweigten Wortgruppe der Bed. graben zu trennen, die u. a. von folgenden Wörtern vertreten ist: lit. bedù stechen, graben, bẽdrė Grube, lat. fodio graben, fossa Graben, gall. bedo- Kanal, Graben, kymr. bedd Graben; in Betracht kommen auch germ., z. B. got. badi Bett, heth. padda- (pidda- ?) graben, toch. A pat- pflügen. Diese Etymologie setzt indessen voraus, entweder daß ein idg. bhodh- ausnahmsweise schon vorgriechisch zu bodh- dissimiliert sei, oder daß βόθρος seinen Anlaut von βαθύς bezogen hätte, was nicht ausgeschlossen ist; vgl. Alkiphr. 3, 13 ἐμβαθύνας βόθρια. — Nach H. Petersson Heteroklisie 128ff. gehört βόθρος dagegen mit anlautendem Labiovelar zu γυθίσσων· διορύσσων H. und weiterhin zu βαθύς usw. (s. βυθός).
Page 1,248-249

Chinese

原文音譯:bÒqunoj 波替挪士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:坑
字義溯源:洞,坑,溝,池;源自(βαθύνω)=加深);而 (βαθύνω)出自(βαθύς)=極深的), (βαθύς)出自(βάσις)=腳步), (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(3);太(2);路(1)
譯字彙編
1) 坑(3) 太12:11; 太15:14; 路6:39

Mantoulidis Etymological

(=λάκκος, ὄρυγμα). Εἶναι ἰαπετικῆς προελεύσεως καί πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τή ρίζα τοῦ βαθύς.

Léxico de magia

hoyo ποιήσας βόθρον ἐν ἡγνισμένῳ τόπῳ ὑπαίθρῳ, εἰ δὲ μή, ἐν σήματι καθαρῷ ἡγνισμένῳ haz un hoyo en un lugar consagrado al aire libre, o si no, en un sepulcro puro y consagrado P XII 211 P XII 212 P XII 214

Translations

pit

Albanian: gropë; Arabic: حُفْرَة‎; Armenian: հոր, փոս; Aromanian: groapã; Azerbaijani: çuxur; Bashkir: соҡор; Belarusian: яма; Bulgarian: яма; Catalan: sot; Chinese Mandarin: 坑, 穴; Czech: jáma; Danish: kule; Dutch: kuil, put; Eastern Bontoc: lokkong; Esperanto: kavo; Faroese: hola; Finnish: kuoppa, monttu; French: fosse; Galician: foxo; Georgian: ორმო; German: Grube, Loch, Vertiefung; Greek: λάκκος; Ancient Greek: βόθρος, βάραθρον, βέθρον, βέρεθρον, ζέρεθρον, σκάμμα; Hawaiian: lua; Hebrew: בור‎; Hindi: गडडा; Hungarian: gödör, verem; Icelandic: hola, gryfja; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Italian: fossa, buca; Japanese: 落とし穴, 穴; Khmer: ក្រហូង; Kikuyu: irima; Korean: 구멍, 구덩이; Kurdish Northern Kurdish: çal; Latin: fovea, puteus; Lubuagan Kalinga: abut, mamboka; Macedonian: јама; Malayalam: കുഴി; Maori: rua; Marathi: खड्डा; Navajo: łeʼoogeed, nooʼ; Occitan: fòssa, trauc, clot; Ojibwe: waanikaan; Oriya: ଗାଡ; Ossetian: уӕрм; Persian: گودال‎, چاله‎, چال‎; Polish: dół inan, jama; Portuguese: buraco, poço, cavouco, vala, fosso; Romanian: groapă; Russian: яма; Scottish Gaelic: sloc; Serbo-Croatian Cyrillic: јама; Roman: jama; Slovak: jama; Slovene: jama, brezno; Southern Kalinga: lungug; Spanish: fosa; Swedish: grop; Tagalog: hukay, lubak; Telugu: గొయ్యి; Thai: หลุม, บ่อ; Tibetan: ས་དོང; Tocharian B: kāre; Turkish: çukur; Ukrainian: яма; Vietnamese: hố; Welsh: pant; Zazaki: çal

hole

Adyghe: абан, гъуанэ; Albanian: vrimë; Aleut: hunax̂, tatax̂; Apache Western Apache: o'i'án; Arabic: ⁧ثَقْب⁩, ⁧حُفْرة⁩; Egyptian Arabic: ⁧حرق⁩, ⁧خرم⁩; Hijazi Arabic: ⁧خُرْق⁩, ⁧خُرْم⁩, ⁧فَتْحة⁩, ⁧حُفرة⁩, ⁧ثُقْب⁩; South Levantine Arabic: ⁧خرم⁩, ⁧خزق⁩; Aragonese: forau; Armenian: անցք, ծակ; Aromanian: gavrã, guvã; Assamese: গাঁত, ফুটা; Asturian: furacu, buracu, fueyu; Azerbaijani: deşik, dəlik; Bashkir: батынҡы урын, соҡор; Belarusian: дзі́рка; Bengali: গর্ত; Bulgarian: дупка, яма; Burmese: တွင်း; Catalan: forat; Chechen: ӏуьрг; Cherokee: ᎠᏔᎴᏒᎢ; Chinese Cantonese: 窿; Mandarin: 孔, 洞, 穴; Corsican: tufone; Crimean Tatar: teşik; Czech: díra; Danish: hul; Dutch: gaatje, gat, holletje, opening; Erzya: варя; Esperanto: truo; Estonian: auk; Evenki: саңар; Faroese: hol; Finnish: kuoppa, kolo; French: creux, trou; Galician: burato, buraco, pía, foca; Georgian: ნახვრეტი, ხვრელი; German: Loch, Grube, Grübchen, Mulde, Vertiefung, Kerbe; Greek: τρύπα, οπή; Ancient Greek: βόθρος, ὀπά, ὀπή, τρυμαλιά, τρυμαλιή, τρύμη, τρῦπα, τρύπη, τρύπημα; Greenlandic: putu; Hebrew: ⁧חור \ חֹר⁩; Hindi: छेद, छिद्र; Hungarian: lyuk; Icelandic: hola; Ido: truo; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Ingrian: reikä, uuttu; Ingush: ӏург; Irish: poll; Italian: buco, pertugio, foro, cunicolo, fessura; Japanese: 穴; Kapampangan: busbus; Karachay-Balkar: тешик; Karaim: tiešik; Kaurna: yapa; Kazakh: тесік, жыртық; Khakas: тизік; Khmer: រូង, រន្ធ; Kikuyu: irima; Korean: 구멍; Kumyk: тешик; Kurdish Central Kurdish: ⁧چاڵ⁩; Northern Kurdish: kun; Kyrgyz: тешик; Lao: ຂຸມ, ຮູ; Latin: cavum, foramen, fovea, lacuna; Latvian: bedre, dobums; Lingala: libúlú; Lithuanian: duobė; Lombard: bus; Macedonian: дупка; Malay: lubang; Malayalam: തുള, ദ്വാരം, ഓട്ട, സുഷിരം; Manx: towl; Maori: poka; Mongolian: нүх; Nanai: сангар; Nogai: тесик; Norwegian: hull; Occitan: trauc; Odia: ଛିଦ୍ର; Old Church Slavonic Cyrillic: дира; Old Prussian: prālī; Pashto: ⁧سورى⁩, ⁧بغره⁩, ⁧غار⁩, ⁧منفذ⁩; Persian: ⁧سوراخ⁩; Plautdietsch: Loch; Polish: dziura; Portuguese: buraco, oco; Punjabi: ਮੋਰੀ, ਮੋਰਾ; Quechua: t'uqu; Romanian: gaură; Russian: впадина, яма; Samoan: lua; Saterland Frisian: Gat; Serbo-Croatian Cyrillic: отвор, рупа; Roman: otvor, rupa; Shor: тежик; Sicilian: pirtusu, purtusu, bucu; Skolt Sami: kååʹpp; Slovak: diera; Slovene: luknja; Southern Altai: тежик; Spanish: agujero, hoyo, abolladura, hendidura, depresión, pozo; Swedish: hål; Tagalog: butas; Tajik: сурох; Tamil: ஓட்டை; Tatar: чокыр, батынкылык; Thai: หลุม, รู; Tibetan: ཁུང་བུ, ས་དོང; Tocharian B: kāre; Tofa: дэлік; Turkish: delik; Turkmen: deşik; Tuvan: дежик; Ukrainian: ді́рка; Urdu: ⁧چھید⁩; Urum: тэшик; Uyghur: ⁧تۆشۈك⁩; Uzbek: teshik, tuynuk; Venetian: bus; Vietnamese: lỗ; Vilamovian: łöch; Volapük: hog; White Hmong: qhov; Yakut: хайаҕас; Yiddish: ⁧לאָך⁩; Zazaki: qul; Zhuang: congh