μελισσοβότανον

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

τό,

   A balm, Melissa officinalis, Sch. Theoc.4.25.

German (Pape)

[Seite 124] τό, Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr. 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον, auch μελίταινα.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοβότᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25˙ ὡσαύτως: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, μελίτταιναμελίκταινα, μέλινον.