σάρπος

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, eine hölzerne Kiste, E. M; bei den Bithynern ein hölzernes Haus, sonst μόσυν, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σάρπος: ὁ, ξύλινον κιβώτιονθήκη, «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. σάρπη.