ον,
A hard to break, τάξις Plb.15.15.7; hard to pull up, of a palisade, Ph.Bel.82.35.
[Seite 677] schwer zu trennen; τάξις Pol. 15, 15.
δυσδιάσπαστος: -ον, δυσκόλως διασπώμενος, διαρρηγνύμενος, τάξις Πολύβ. 15. 15, 7.