ἀστερωτός
English (LSJ)
ή, όν,
A starred, φιάλη IG11(2).199B8,42 (iii B. C.); πῖλος Sallust.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερωτός: -όν, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, Ἰουλιαν. 165Β.
ή, όν,
A starred, φιάλη IG11(2).199B8,42 (iii B. C.); πῖλος Sallust.4.
ἀστερωτός: -όν, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, Ἰουλιαν. 165Β.