ἀστερωτός
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἀστερωτή, ἀστερωτόν, starred, φιάλη IG11(2).199B8,42 (iii B. C.); πῖλος Sallust.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que tiene adornos en forma de estrellas φιάλη IG 11(2).199B.8 (Delos III a.C.), πῖλος Sallust.4.7, cf. Iul.Or.8.165
•que tiene manchas en forma de estrellas de los huevos de las gallinas pintadas, Ar.Byz.Epit.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερωτός: -όν, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, Ἰουλιαν. 165Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστερωτός, -ή, -όν)
ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το σχήμα άστρου
2. εκείνος που είναι στολισμένος με διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα άστρου
αρχ.
αυτός που μοιάζει με άστρο, που λάμπει σαν άστρο.