κατάστερος
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
German (Pape)
[Seite 1381] mit Sternen versehen, gestirnt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάστερος: -ον, κεκοσμημένος δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος
μσν.-αρχ.
1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια
2. μτφ. (ειδ. για την ουρά του παγωνιού) πολυποίκιλτος, καταστολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άστερος (< ἀστήρ, -έρος), πρβλ. ανάστερος, διάστερος].