φορκός
German (Pape)
[Seite 1300] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φορκός: -ή, -όν, λευκός, πολιός, Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.
[Seite 1300] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.
φορκός: -ή, -όν, λευκός, πολιός, Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.