φορκός
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
German (Pape)
[Seite 1300] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φορκός: -ή, -όν, λευκός, πολιός, Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν
(κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «λάμπω, λευκός» με επέκταση -κ- (πρβλ. γοτθ. bairths «αστραφτερός», αρχ. αγγλ. beorth, αγγλ. bright «αστραφτερός, φωτεινός» με επέκταση -g- της ρίζας). Αρχική σημ. του επιθ. είναι «λευκός», από όπου στη συνέχεια έλαβε τη σημ. «πολιός, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ηλικιωμένος» και κατ' επέκταση «ῥυσός, γεμάτος ρυτίδες». Με βάση αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τη λ. φαρκίς «ρυτίδα», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή].