ῆρος, ὁ,
A for putting on, πέπλος S.Tr.674.
[Seite 836] ῆρος, zum Anziehen, πέπλος, = χιτών, Soph. Tr. 671.
ἐνδυτήρ: ῆρος, ὁ, ἐνδυτός, πέπλος Σοφ. Τρ. 674, ἀλλ’ ὁ Jebb. ἑρμηνεύει, ἑορτάσιμος, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.