ἑορτάσιμος
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of a festival, ἡμέρα J.AJ11.6.13, cf. Plu.2.270a, OGI524.8 (Thyatira); ἐμαυτῷ οὐχ ἑορτάσιμα ὄντα though I was in no holiday mood, Luc.Sat. 11.
German (Pape)
[Seite 892] ον, zu feiern, feierlich; ἡμέρα Plut. qu. Rom. 25; οὐ πάνυ ἑορτάσιμα ὄντα ἐμοί, es sieht bei mir nicht nach Feiertagen aus, Luc. Croniac. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de fête : τὰ ἑορτάσιμα LUC apprêts d'une fête.
Étymologie: ἑορτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἑορτάσιμος: (ᾰ) праздничный (ἡμέρα Plut.): τὰ ἑορτάσιμα Luc. приготовления к празднику или праздничное время.
Greek (Liddell-Scott)
ἑορτάσιμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἑορτάσιμος ἡμέρα Πλούτ. 2. 270Α· ἐμαυτῷ δὲ οὐ πάνυ ἑορτάσιμα ὄντα Λουκ. Κρονοσόλων 11 (394).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑορτάσιμος, -ον) εορτάζω
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εορτασμό
νεοελλ.
εκείνος που πρέπει να τιμηθεί με γιορτή.
Greek Monotonic
ἑορτάσιμος: -ον, αυτός που ανήκει σε γιορτή, εορταστικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἑορτάσιμος, ον
of or for a festival, Luc.