παραθαρσύνω
English (LSJ)
Att. παραθαρρύνω, fut.
A -ῠνῶ Plu.Alc.26:—embolden, encourage, Th.4.115, 8.77, X.An.3.1.39, etc.; παραμυθεῖσθαι καὶ π. Pl.Criti.108c: c. acc. pers. et inf., Plu. l.c.
German (Pape)
[Seite 478] neuatt. -θαῤῥύνω, ermuthigen, ermuntern, Thuc. 4, 115; τινά, Plat. Rep. V, 450 c; Xen. An. 3, 1, 39 u. öfter, u. Folgde, wie Plut. Fab. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παραθαρσύνω: Ἀττ. -θαρρύνω, ἐμποιῶ θάρρος εἴς τινα, ἐγκαρδιώνω, Θουκ. 4. 115., 8. 77, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 39, κτλ.· παραμυθεῖσθαι καὶ π. Πλάτ. Κριτί. 108C· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Ἀλκ. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 63.