θαῤῥύνω

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1187] s. unter θαρσύνω.

Greek Monolingual

(AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω)
δίνω θάρρος, εμψυχώνω
αρχ.
(αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θαρσύνω].