Δορπία
English (LSJ)
ἡ,
A the first day of the feast Apaturia, celebrated by public suppers in each phratria, personified in Philyll.8.2: πρόπεμπτα τῆς Δ. IG2.841b62; but τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ on the eve of the feast, Hdt. 2.48.
Greek (Liddell-Scott)
Δορπία: ἡ, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων, ἑορταζομένη διὰ κοινῶν δείπνων ἐν ἑκάστη φατρία, Herm. Pol. Ant. § 110. 10· ἀλλὰ τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ, κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἑορτῆς, Ἡρόδ. 2. 48, πρβλ. Schweigh εἰς Ἀθήν. 171D.