φατρία
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
v. φρατρία.
German (Pape)
[Seite 1259] ἡ, s. φρατρία; φατριάρχης, ὁ, s. φρατριάρχης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Α
νεοελλ.
ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι φατρίες
(στο Βυζ.) αθλητικές οργανώσεις τών βυζαντινών πόλεων, και ιδίως της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες είχαν την αποστολή να οργανώνουν αθλητικές ή άλλες εκδηλώσεις, διακρίνονταν από τα χρώματα της περιβολής τών μελών τους, που ήταν αντίστοιχα προς τα χρώματα τών λεγόμενων δήμων, όπως λ.χ. πράσινοι, βένετοι, κόκκινοι, λευκοί, και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα δημόσια πράγματα μέχρι τον 7ο αιώνα
μσν.
συνωμοσία
μσν.-αρχ.
συνασπισμός, συμμαχία, σύνδεσμος
αρχ.
φράτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φρατρία έχει σχηματιστεί από τη ρίζα της λ. φράτηρ (< IE bhrāter- «αδελφός», βλ. λ. φράτηρ), με απαθές το πρώτο και μηδενισμένο το δεύτερο φωνήεν και κατάλ. -ία και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. bhrātra-, bhratrya-, αρχ. σλαβ. bratrĭja, bratĭja με σημ. «αδελφότητα». Ο τ. φατρία, που διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, με ανομοιωτική αποβολή του -ρ-].
Translations
conspiracy
Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسهچینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова