ον,
A with little grass or food, δ. οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).
[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.
δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.