ἐκκοιλίζω

Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

(κοιλία)

   A disembowel, Mithaec. ap. Ath.7.325f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοιλίζω: ἢ κάλλιον ἐκκοιλιάζω, (κοιλία) ἀφαιρῶ, ἐξάγω τὰ ἐντόσθια, «ξεκοιλιάζω», ταινίαν ἐκκοιλιάξας Μίθαικος παρ’ Ἀθην. 325F, ἴδε Koen ἐν σημ. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 328.