ωτος, ὁ, ἡ,
A of a bad colour, discoloured, Id.Coac.136.
[Seite 691] ωτος, von übler Farbe, Hippocr.
δύσχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων χρῶμα, κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.