ἀβέβηλος
English (LSJ)
ον,
A sacred, inviolable, Plu.Brut.20, cf. Cam.30; of persons, pure, Inscr.Prien.113.67.
German (Pape)
[Seite 2] (nicht zu betreten, dah.) geweiht, heilig, Plut. Brut. 26 Camill. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέβηλος: -ον, ὡς τὸ ἄβατος = ἱερός, ἀπαραβίαστος Πλούτ. Βροῦτ. 20. Ἀβέβηλα, τὰ ἄβατα χωρία καὶ ἱερὰ καὶ μὴ τοῖς τυχοῦσι βάσιμα, μόνοις δὲ τοῖς θεραπεύουσι τοὺς Θεούς.