ἡ,
A box for holding λίτραι, Phot. s.v. λίτρα.
λῑτροδόκη: ἡ, κιβώτιον πρὸς φύλαξιν λιτρῶν, «νομισμοδόκη» Φώτ. ἐν λέξ. λίτρα.