α, ον, (ἀετός IV)
A belonging to or placed in the pediment, IG1.322 ii 73.
αἰετιαῖος: -α, -ον, (ἀετὸς ΙΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἀέτωμα ἢ τεθειμένος ἐν τῷ ἀετώματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλη 2. 73.