A make to swell, σῖτον Thphr. CP4.13.7:—Pass., = ἀνοιδέω, Hp.Acut.10.
ἀνοιδίσκω: κάμνω τι νὰ ἐξογκωθῇ, νὰ φουσκώσῃ, σῖτον Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 7: - Παθ., ἀνοιδέω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385.