ἀνοιδίσκω
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
make to swell, σῖτον Thphr. CP4.13.7:—Pass., = ἀνοιδέω, Hp.Acut.10.
Spanish (DGE)
hacer hincharse (σῖτον) Thphr.CP 4.13.7
•en v. med. hincharse de la tisana de cebada οὔτε ἀνοιδίσκεται ἐν τῇ κοιλίῃ Hp.Acut.10
•inflamarse de las partes que rodean a una herida, Hp.Vlc.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιδίσκω: κάμνω τι νὰ ἐξογκωθῇ, νὰ φουσκώσῃ, σῖτον Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 7: - Παθ., ἀνοιδέω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385.
Greek Monolingual
ἀνοιδίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να φουσκώσει
2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»].
German (Pape)
aufschwellen machen, Hippocr.; Theophr. – Pass., aufschwellen, intr.