ἐντέλεια
English (LSJ)
ἡ, (ἐντελής)
A completeness, τοῦ λόγου A.D.Synt.186.15. II full rights, GDI1339.11 (Dodona).
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, Vollendung, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέλεια: ἡ, (ἐντελὴς) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐντελές, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 187. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐντέλειαι· τάξις ἀρχοντική».