A speak fitly, dub. l. in A.Fr.318 (fort. διάρτισον).
[Seite 601] = folgdm, Aesch. fr. 322.
διαρτάζω: μέλλ. -άσω, = τῷ ἑπομ.· μεταφ., λέγω διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 333.