γνωστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for knowing, cognitive: ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη), theoretical science (opp. πρακτική), Pl.Plt.258e, etc.; τὸ γ. ib.261b; ἕξεις γ. Arist.AP0.100a11 (Comp.); γ. εἰκόνες Hierocl.in CA25p.475M.: c. gen., able to discern, Ocell. 2.7. Adv. -κῶς Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22.
German (Pape)
[Seite 499] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
γνωστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. δύναμις), ἡ δύναμις ἢ ἱκανότης τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν αὐτόθι 261Β·)˙-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).