κότινος

Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ (also ἡ Theoc.5.32),

   A wild olive-tree, Ar.Av.621 (anap.), Pl.943; τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνῳ (sc. at Olympia) ib.586, cf. AP9.357, Thphr.HP4.13.2; τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ κ. IG11(2).287 A22 (Delos, iii B. C.): distd.from ἀγριελαία by Sch.Pl.Phdr.236b (in neut. κότινον, τό), but identified by Dsc.1.105. (In Ar.Pl.592 the v.l. κοτίνῳ στεφάνῳ may point to κοτινῷ dat. of Adj. κοτινοῦς.)

German (Pape)

[Seite 1493] ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für ἀγριέλαιος, der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου στέφανος, Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κότῐνος: ὁ καὶ ἡ, ἀγρία ἐλαία (τὸ δένδρον), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 (ἔνθα ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), ἔνθα λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ ἔλαιος, φαύλιος.