φαύλιος
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
α, ον, = φαῦλος, only used of fruits, coarse, μῆλα φ. Telecl.4, Theopomp.Com.19; φ. ἐλαία, and φαυλία alone, a coarse kind of olive, produced from the κότινος or wild-olive, Thphr. CP 6.8.3, HP2.2.12 (prob.), Od.15, Luc.Lex.5, Poll.6.45.
German (Pape)
[Seite 1259] = φαῦλος; – φαυλία ἐλαία, eine große, dickfleischige Olivenart, olea regia, Theophr.; Alciphr. 1, 21; μῆλα φαύλια, große od. schlechte Aepfel, Theophr. Vgl. Teleclid. bei Ath. III, 82 b.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de mauvaise qualité ; ἡ φαυλία LUC sorte d'olive charnue, mais cotonneuse.
Étymologie: φαῦλος.
Greek (Liddell-Scott)
φαύλιος: -α, -ον, = φαῦλος, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, τυχαῖος, «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. ἐλαία ἢ φαυλία μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία ἐλαία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, Πολυδ. Ϛ΄, 14.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α φαῡλος
1. (για καρπό) ο κακής ποιότητας, άθλιος
2. φρ. «φαυλία ἐλαία» ή, απλώς, «φαυλία» — άγρια ελιά.