κυκλίσκος

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κύκλος,

   A small circle in a diagram, Ptol.Hyp.1.9, al.; as part of an instrument, Id.Alm.1.12.    2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37.    II ring to pass the reins through, Gal. 2.323.    2 circular opening of a coop, Ph.Bel.78.1.    3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.).    III round spot, Clytus 1.

German (Pape)

[Seite 1526] ὁ, dim. von κύκλος, kleiner Kreis, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κύκλος, τροχίσκος, μικρὸν στρογγύλον πρᾶγμα, κηροῦ Διοσκ. 2. 105· β΄ ὑποκορ. κυκλίσκιον, τό, αὐτόθι, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. δακτύλιος, δι’ οὗ διήρχοντο αἱ ἡνίαι, Γαλην. ΙΙΙ. κυκλικόν τι ἀστρονομικὸν ὄργανον, Πτολ. IV. στρογγύλον σημεῖον, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655D.