ἀρράβδωτος
English (LSJ)
ον,
A not ribbed, Arist.HA528a26, Fr.304; of columns, not fluted, IG1.322.55 (ἀρά-), 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρράβδωτος: -ον, ὁ μὴ ῥαβδωτός, ἔστι δὲ ὁ μὲν κτεὶς (τὸ χτένι) τραχυόστρακος ῥαβδωτός, τὸ δὲ τῆθος ἀρράβδωτον λειόστρακον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 6, Ἀποσπ. 287· ἐπὶ κιόνων, ὁ ἄνευ ῥαβδώσεων, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 55, 65.