παλμικός
English (LSJ)
ή, όν,
A conveyed by palpitation, π. οἰώνισμα, title of a book, Suid. s.v. Ποσειδώνιος.
German (Pape)
[Seite 452] den παλμός betreffend, z. B. οἰώνισμα, Suid., aus dem Zittern, Zucken eines Gliedes hergenommenes Wahrzeichen.
Greek (Liddell-Scott)
παλμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παλμόν, ἢ ὅμοιος πρὸς παλμόν, «παλμικὸν δὲ (οἰώνισμα) τὸ διὰ τῆς πάλσεως τοῦ σώματος γνωριζόμενον, κτλ.» Σουΐδ.