διαπέραμα

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό, (διαπεράω)

   A strait of the sea, ferry, Str.6.1.5, Peripl.M.Rubr.32, Ptol.Geog.1.13.8.

German (Pape)

[Seite 594] τό, die Ueberfahrt; auch die Meerenge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπέρᾱμα: -ατος, τό, (διαπεράω) θαλάσσιον στενόν, πορθμός, Στράβ. 257, Ἀρρ. Ἐρ. Θ. 32, Πτολεμ. Γεωγρ. 37, 181.