διαπεράω
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
A go over or go across, ῥοάς E.Tr.1151; πελάγη Isoc.1.19; διαπεράω ἐπ' οἶδμα E.IT395 (lyr.); διαπεράω πόλιν pass through it, Ar.Av.1264; διαπεράω Ἑλλάδα E.Supp.117; διαπεράω εἰς Ἰταλίαν Arist.Fr.485; of time, διαπεράω τὸν βίον pass through life, X.Oec.11.7.
b διαπερᾶν Μολοσσίαν reign through all Molossia, E.Andr.1248 codd.
2 pass through, pierce, κνήμην διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ Id.Ph.1394; traverse, ἧπαρ, of a vein, Aret. SA2.8 (cf. διαπεραίνω).
3 οἶσθα διαπερῶν by traversing, i.e. by experience, A.Th.994 (lyr.), cf. Sch.
II reach, arrive at a place, PFlor.247.9 (iii A.D.).
III trans., carry over, ὕδωρ ποταμοῦ σῶμα δ. Eub.151, cf. Luc.DMort.20.1.
Spanish (DGE)
I tr.
1 atravesar, traspasar κνήμην διεπέρασεν ... δόρυ E.Ph.1394, cf. Q.S.13.96, τὸ μὴ ὂν ... διεπεράσαμεν hemos atravesado la barrera dialéctica de lo referente al ‘no ser’ Pl.Sph.261a, τὸν πρῶτον λοβὸν διαπερήσασα (φλέψ) Aret.SA 2.8.2
•fig. experimentar, sufrir σύ τοί νιν οἶσθα διαπερῶν ref. a la Erinis, A.Th.989
•en metáf. superar μέσφ' ὅτε τις στονόεντα πόνον διὰ ποσσὶ περήσῃ (tm.) hasta que uno supera con sus pies la fatiga que provoca gemidos Q.S.12.296.
2 c. ac. indicando extensión atravesar, pasar por extensiones acuáticas ῥοάς E.Tr.1151, πελάγη Isoc.1.19, Αἴγαιον οἶδμα E.IA 1601, στόμια E.IT 1392, τὸ ὕδωρ X.An.4.3.21 (var.), ὕδωρ ποταμοῦ σῶμα διεπεράσαμεν atravesamos el agua, cuerpo del río Chaerem.17 (= Eub.128), τὴν θάλασσαν LXX Is.23.2, Erot.Fr.Pap.Amen.11, cf. Hierocl.Facet.31, τὸν ποταμόν Luc.VH 1.8, Plu.Ant.49, τὸ Χθῶ tal vez un vado PFlor.247.8 (III d.C.), extensiones terrestres πόλιν Ar.Au.1264, Ἑλλάδα E.Supp.117.
3 sent. temp. vital pasar τοῦτον (βίον) E.HF 504, X.Oec.11.7.
4 c. ac. de pers. y anim. trasladar, transportar τὸν πορθμέα τοῦτον (Caronte), ὅς σε διεπέρασεν Luc.DMort.6.1, πορθμεῖον οὐκ εὕραμεν διαπερᾶσαι αὐτὰ (τὰ κτήνη) no encontramos una barcaza para transportarlas al otro lado (del río) POxy.2784.8 (III d.C.), en v. pas. POxy.2784.10 (III d.C.).
II intr., c. compl. de direcc.
1 c. prep. y ac. adentrarse en (χωλή) πρὸς τὸ τοῦ μυελοῦ διαπεράσασα γένος habiéndose adentrado (la bilis) hasta la raíz misma de la médula Pl.Ti.85e
•cruzar, pasar a ἐπ' οἶδμα E.IT 395, εἰς Ἰταλίαν Arist.Fr.485, εἰς τὸ πέραν LXX De.30.13, εἰς Φοινίκην Act.Ap.21.2, cf. PMag.13.287, πρὸς αὐτόν LXX 1Ma.5.41, ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς Eu.Luc.16.26, abs. Eu.Matt.9.1, I.BI 1.613.
2 c. direcc. ‘de donde’ proceder, salir βασιλέα δ' ἐκ τοῦδε χρῆ ἄλλον δι' ἄλλου διαπερᾶν Μολοσσίας εὐδαιμονοῦντας es preciso que de éste procedan uno tras otro reyes felices de Molosia E.Andr.1248, de una llaga σαπρὸν ὑπόμελαν ... διεπέρα ἔξω Hp.Epid.5.26.
German (Pape)
[Seite 594] (s. περάω), 1) durchgehen bis ans Ende, hinübergehen, bes. von Meeren u. Flüssen; Eur. I. T. 396 Tr. 1151; πέλαγος, Isocr. 1, 19; – auch πόλιν, durch die Stadt gehen, Ar. Av. 1265; – βίον, das Leben hinbringen, Xen. Oec. 11, 7; μόχθους, Mühen überstehen, Eur. Herc. f. 830; übertr., durch-, abmachen, Plat. Soph. 261 a. – 2) übersetzen, trans., τινά, Luc. D. Mort. 20, 1; u. intr., übersetzen, εἰς νῆσον, Plut. Them. 24.
French (Bailly abrégé)
διαπερῶ :
f. διαπεράσω;
I. passer à travers :
1 traverser, franchir (la mer, une ville) ; fig. δ. βίον XÉN passer le temps de la vie;
2 fig. s'étendre d'un bout à l'autre : Μολοσσίαν EUR de la Molossie, càd régner à travers toute la Molossie;
3 fig. pénétrer d'un bout à l'autre ; connaître à fond, connaître par expérience;
II. transporter au delà : τινα transporter qqn de l'autre côté.
Étymologie: διά, περάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-περάω door... trekken, oversteken:. τὴν ἐμὴν πόλιν mijn stad Aristoph. Av. 1264; Ἑλλάδα Griekenland Eur. Suppl. 117. zelden overzetten. doorboren:. κνήμην scheenbeen Eur. Phoen. 1394. uitbr. doormaken, doorbrengen, doorstaan:; σὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶν je kent hem wel uit ervaring Aeschl. Sept. 989; abs.: διαπερᾶν... εὐδαιμονοῦντας het leven in voorspoed doorbrengen Eur. Andr. 1248.
Russian (Dvoretsky)
διαπεράω: (fut. διαπεράσω с ᾱσ, aor. διεπέρᾱσα etc.)
1 проходить, проезжать (πόλιν Arph.; Ἑλλάδα Eur.): δ. τὸν βίον Xen. проводить жизнь, жить;
2 переправляться, переплывать (Εὔξενον ἐπ᾽ οἶδμα Eur.; πέλαγος Isocr.; εἰς Ἰταλίαν Arst.; τὸν Ἰόνιον μετὰ δυνάμεως Plut.);
3 пронзать, пробивать, прокалывать (κνήμην διεπέρασε δόρυ Eur.);
4 проникать: σὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶν Aesch. теперь-то ты окончательно узнал его;
5 совершать, выполнять (μόχθους Εὐρυσθέως Eur.);
6 охватывать (своей властью), владеть, править (Μολοσσίας, v.l. Μολοσσίαν Eur.);
7 перевозить, переправлять (πορθμεύς, ὅς σε διεπέρασε Luc.).
English (Strong)
from διά and a derivative of the base of πέραν; to cross entirely: go over, pass (over), sail over.
English (Thayer)
διαπέρω; 1st aorist διεπέρασα; to pass over, cross over, e. g. a river, a lake: T WH follow with ἐπί τήν γῆν, for (to) the land (cf. R. V. marginal reading)); followed by εἰς with the accusative of place, πρός with the accusative of person Euripides), Aristophanes, Xenophon, subsequent writings; the Sept. for עָבַר.)
Greek Monotonic
διαπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ]·
I. 1. διαβαίνω από πάνω ή απέναντι, διαπερνώ, ῥοάς, οἶδμα, σε Ευρ.· δ. πόλιν, τη διασχίζω, σε Αριστοφ.· επίσης, διαπερᾶν Μολοσσίαν, βασιλεύω, άρχω, βασιλεύω σε ολόκληρη τη Μολοσσία, σε Ευρ.
2. διαπερνώ, διατρυπώ, στον ίδ.
II. μτβ., μεταφέρω απέναντι, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεράω: μέλλ. -άσω [ᾱ], μεταβαίνω ἀπέναντι, διαβαίνω, ῥοὰς Εὐρ. Τρῳ. 1151· πέλαγος Ἰσοκρ. 6Α· δ. ἐπ᾿ οἶδμα Εὐρ. Ι. Τ. 395· δ. πόλιν, διέρχομαι διὰ μέσου αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1264· δ. Ἑλλάδα Εὐρ. Ἱκέτ. 107· δ. εἰς Ἰταλίαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 443· ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, δ. βίον Ξεν. Οἰκ. 11, 7· - διαπερᾶν Μολοσσίαν, βασιλεύω καθ᾿ ὅλην τὴν Μολοσσίαν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1248. 2) περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, κνήμην διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ ὁ αὐτ. Φοιν. 1394. 3) ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 990, διαπερῶν (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαβάς, διερχόμενος καὶ οἰονεὶ ταύτης πειρώμενος), γνωρίζων ἐκ πείρας. ΙΙ. μεταβατ., μεταφέρω ἀπέναντι, ὕδωρ, σῶμα δ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 10, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 1.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to go over or across, ῥοάς, οἶδμα Eur.; δ. πόλιν to pass through it, Ar.; also, διαπερᾶν Μολοσσίαν to reign through all Molossia, Eur.
2. to pass through, pierce, Eur.
II. trans. to carry over, Luc.
Chinese
原文音譯:diaper£w 笛阿-胚拉哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:經過-那邊
字義溯源:完全渡過去,渡過去,過;由(διά)*=經過)與(πέραν)=那邊)組成;其中 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(6);太(2);可(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 過(1) 路16:26;
2) 要⋯去(1) 徒21:2;
3) 渡過去(1) 可6:53;
4) 渡到(1) 可5:21;
5) 他們過了(1) 太14:34;
6) 就渡過去(1) 太9:1